- θάρρεμα
- το, -ατοςαπόκτηση θάρρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θάρρεμα — το [θαρρεύω] 1. ενθάρρυνση, τόλμη 2. αντίληψη, ιδέα, γνώμη … Dictionary of Greek